- σωπιαίνουσιν
- σωπιαίνουσιν· οἱ κύνες παρὰ Ξενοφῶντι, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωπιαίνουσιν — Α (κατά τον Ησύχ.). «οἱ κύνες παρὰ Ξενοφῶντι» … Dictionary of Greek